- νεορραγής
- νεο-ρρᾰγής, ές, ([etym.] ῥήγνυμι)A newly rent or burst, Aret.SD2.9.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νεορραγής — νεορραγής, ές (Α) αυτός που έσπασε πρόσφατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + (ρ)ραγής (< ῥήγνυμι), πρβλ. πολυ ρραγής, χρυσο ρραγής] … Dictionary of Greek
νεορραγής — newly rent masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νε(ο)- — και νιο [ΑΜ νε(ο) ] α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. νέος και στον νεοελλ. τ. νιος. Δηλώνει τις σημασίες: α) τού πρόσφατου, αυτού που έχει συντελεστεί προ ολίγου (πρβλ. νεο σφαγής, νιό βγαλτος,… … Dictionary of Greek